Κάποτε σε ένα χωριό έγινε ένας μεγάλος κατακλυσμός.
Επί 4 ημέρες έβρεχε καταρακτωδώς και ασταμάτητα.
Τα νερά άρχισαν να ανεβαίνουν οι κάτοικοι ετοίμασαν βάρκες και επιβιβάζονταν προκειμένου να σωθούν. Εγκατέλειψαν το χωριό όλοι πλην του Παππά και πήγαιναν στο βουνό.
Ο Παππάς αφού ανέβαιναν τα νερά ανέβηκε στον 1ο όροφο του σπιτιού όπου ήρθαν 2-3 χωριανοί με βάρκα να τον πάρουν. Παππά δεν σταματάει η βροχή έλα μαζί μας.
Ο Παππάς τους απήντησε: Τέκνα μου πηγαίνετε θα με σώσει ο Θεός.
Έφυγε η βάρκα τα νερά ανέβαιναν και ο Παππάς ανέβηκε στο 2ο όροφο προκειμένου να επιβιώσει. Έχεται ξανά η βάρκα και του λένε οι κάτοικοι:
Παππά έφυγαν όλοι μπες και εσύ στη βάρκα να φύγουμε.
Ο Παππάς: Τέκνα μου πηγαίνετε θα με σώσει ο Θεός.
Φεύγουν πάλι οι κάτοικοι συνεχίζεται η βροχή ο Παππάς ανεβαίνει στην ταράτσα όπου σε λίγο θα πλημύριζε και αυτή.
Έρχεται ξανά η βάρκα και του λένε οι κάτοικοι: Παππά έμεινες τελευταίος μπες στη βάρκα να φύγουμε δεν υπάρχει άλλος όροφος θα πνιγείς.
Ο Παππάς: Τέκνα μου πηγαίνετε θα με σώσει ο Θεός.
Ανεβαίνουν τα νερά ο Παππάς βρίσκεται στο νερό μη μπορώντας να αντέξει πνίγεται.
Πηγαίνοντας στο Παράδεισο ζητά από το Θεό το λόγο λέγοντάς του: Θεέ μου γιατί εμένα που τόσα έχω προσφέρει στη διδασκαλία του ευαγγελίου που ποτέ δεν αδίκησα κανέναν που πάντα βοηθούσα τους ανθρώπους με άφησες αβοήθητο να πνιγώ;
Ο Θεός τον κοιτάζει καλά καλά και του λέει:
Εσύ δεν είσαι που σου έστειλα 3 φορές τη βάρκα να σε πάρει αλλά δεν μπήκες μέσα;